Κυριακή, Ιανουαρίου 15, 2006

ο φοίνικας το κυπαρίσσι και το σπουργιτάκι

άρχοντα κωνσταντίνε καλησπέρα

θα ήθελα πολύ να γράφω πιο συχνά εδώ αλλά δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα.

Το θέλω όμως πολύ.

Ήμουν εδώ γύρω και ζούσα ως συνήθως στον αγαπημένο μου ρυθμό της έντασης αλλά και της αφοσιωμένης απομόνωσης.

Κάποιο δίκιο έχουν κι αυτοί που μας κατηγορούν πως αποχτούμε διαδικτυακούς φίλους γιατί δεν έχουμε τί άλλο να κάνουμε.

Είχα πολλά να κάνω αλλά σαν το ηλεκτρικό καραβάκι που στέλνεις εδώ δεν βρήκα πουθενά.

Φυσικά η ζωή συνεχίζεται.

Κάποτε έζησα σε κάποιο σπίτι που έβλεπε σε έναν μεγάλο κόλπο και όλη η περιοχή κατηφόριζε προς την θάλασσα γεμάτη ελιές, κυπαρίσσια και τον Μάρτη πετάγονταν κυκλάμινα και ανεμώνες.

Έπρεπε να περπατήσεις κοντά πέντε χιλιόμετρα για να πας στην πόλη και να δεις τις εφημερίδες να τις ξεφυλλίζει ένας βοριάς παγωμένος και κάποια καφέ αντηχούσαν παράφωνες μουσικές που δεν έδεναν με τίποτα με την αγριάδα του χειμωνιάτικου ουρανού.

Έπαιρνες κι εσύ ένα ζεστό καφέ μήπως συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα αλλά πάντα έπρεπε να πέσει πρώτα η νύχτα για να καρφώσεις τις σκέψεις σου στο σώμα του κυπαρισσιού και του φοίνικα που στέκονταν φρουροί του δρόμου για το σπίτι.

Σπίτι!Το ήξερες πως αυτό δεν ήταν το δικό σου σπίτι και πως με το πρώτο φως θα πέρναγε μια βάρκα από κάτω και θα την ακολουθούσαν γλάροι που τους άκουγες αλλά δεν τους είχες δει.
Τους υπολόγιζες για χιλιάδες.
Θα πήγαιναν γραμμή για τον φοίνικα και το κυπαρίσσι και θα τραβούσαν ό,τι είχε απομείνει από τις σκέψεις σου και θα λέκιαζαν την πεποίθησή σου με κουτσουλιές και λάσπες.

Μια μέρα βρήκα κάτω από το κυπαρίσσι ένα νεκρό σπουργίτι.
Τρόμαξα για τον κακό οιωνό και περπάτησα παρακάτω.
Ήταν τέλη Φλεβάρη και το κρύο περνούσε μέσα από το αστείο παλτουδάκι μου.
Ξαναγύρισα λοιπόν και πήρα το πουλί.
Από τί είχε πεθάνει;

Κατέβηκα στην ρίζα του κυπαρισσιού και το έθαψα κάτω από πολλές στρώσεις φρέσκου τριφυλλιού.Ζεσταθήκαμε έτσιι και οι δύο.

Πιο κάτω χτύπησε το κινητό μου και ήταν η αδερφή μου.
Ήθελε να μου ευχηθεί Χρόνια πολλά για τα γεννέθλιά μου.
Άρα ήταν οχτώ Απριλίου.Γεννήθηκα εκεί ενώ η Κατερίνα με ρωτούσε
-Πού είσαι;...
Φυσούσε βλέπεις δυνατά και ακουγόμουν σαν να ήμουν στο πέλαγος.

Το γεγονός αυτό μου φάνηκε τότε μυστικό και ασήμαντο.

Χάθηκα λοιπόν αυτό τον καιρό γιατί το γεγονός που σου ιστόρησα ήρθε και μου έφερε νέα.

Ο φοίνικας και το κυπαρίσσι γελάσαν αρκετά μαζί μου αλλά με αγάπησαν.

Για πολλούς λόγους που εκείνοι ξέρουν.

Το σπουργιτάκι έπεσε για κάποιο λόγο και πλέον κολυμπά σε άλλο αιθέρα.

Και πολλά άλλα που δεν μπορώ να σοθ πω με λόγια.

ΥΣ
Το κειμενάκι αφιερώνεται στον Δ.
Κώστα Κομπ. σε σκέφτομαι και εύχομαι να γίνει ο τοίχος πόρτα.
Γίνεται καμιά φορά κι αυτό.

3 Comments:

Blogger ViSta said...

το post σου ηταν το πρωτο της ημερας. Τι ωραια αρχη. Σε ευχαριστω σπουργιτακι:-)

9:20 π.μ.  
Blogger άρχοντας Κώστας said...

Πολύ ωραία δοσμένη η ιστορία σου. Σου ανταποδίδω την καλησπέρα. Σ' ευχαριστώ.

10:20 μ.μ.  
Blogger elpinor said...

ωραιο παραμυθένιο ταξιδι πανε τα λογια εκει που δεν χρειαζονται λογια.

3:43 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home